Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἰ ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ

См. также в других словарях:

  • λοχίτης — λοχίτης, ου, θηλ. λοχῑτις (AM) [λόχος] αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῑς λοχίταις», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ»,… …   Dictionary of Greek

  • μονοστιβής — μονοστιβής, ές (Α) αυτός που βαδίζει μόνος, χωρίς ακόλουθο («ξὺν λοχίταις είτε καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στιβής (< στῖβος, τὸ), πρβλ. θεο στιβής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»